άβλητος

άβλητος
η, ον
1) не поражённый снарядом; 2) неуязвимый для снарядов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άβλητος" в других словарях:

  • ἄβλητος — not hit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβλητος — η, ο (Α ἄβλητος, ον) [βάλλω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να βληθεί, να χτυπηθεί, απρόσβλητος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε, δεν λαβώθηκε (από βέλη) …   Dictionary of Greek

  • άβλητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να χτυπηθεί: Η διμοιρία είχε καταλάβει τώρα μια θέση που ήταν κυριολεκτικά άβλητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβλῆτος — ἀβλής not thrown masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄβλητον — ἄβλητος not hit masc/fem acc sg ἄβλητος not hit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλήτου — ἄβλητος not hit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλήτους — ἄβλητος not hit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄβλητοι — ἄβλητος not hit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»